- υποτροπικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. (για αρρώστια), αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζεται με υποτροπή.2. (γεωγρ.), αυτός που βρίσκεται κοντά στις τροπικές ζώνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.